πακτώνω — και παχτώνω πάκ(χ)τωσα, πακ(χ)τώθηκα, πακ(χ)τωμένος, τοποθετώ μόνιμα αντικείμενο μέσα σε λάσπη, γύψο, τσιμέντο, στερεώνω, σφηνώνω: Η βάση της κεραίας της τηλεόρασης πρέπει να παχτωθεί στην ταράτσα, για να σταθεί. Με τη σημασία του «μισθώνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
PAK — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Sigles d’une seule lettre Sigles de deux lettres > Sigles de trois lettres Sigles de quatre lettres … Wikipédia en Français
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
Αλευράς, Γιάννης — (Μεσσήνη 1912 – 1995). Πολιτικός. Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πολιτική. Προερχόταν από τις γραμμές του κεντροαριστερού χώρου και του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1935, στη διάρκεια του κινήματος του Πλαστήρα και του Ελευθέριου Βενιζέλου,… … Dictionary of Greek
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek
Αρσένης, Γεράσιμος — (Αργοστόλι, Κεφαλονιά 1931 –).Πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης. Το 1960 συνεργάστηκε με την επιστημονική υπηρεσία του OHE. Διακρίθηκε για την εργασία του … Dictionary of Greek
Γιαννόπουλος, Ευάγγελος — (Μυγδαλιά Αρκαδίας 1918 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, καθώς επίσης ποινικολόγος, συνταγματολόγος, αστικολόγος και εκδότης της νομικής εφημερίδας… … Dictionary of Greek
Κίπλινγκ, Ράντγιαρντ — (Rudyard [Joseph] Kipling, Βομβάη, Ινδία 1865 – Λονδίνο 1936). Άγγλος συγγραφέας. Έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Ινδία, όπου εργαζόταν ο πατέρας του ως έφορος του μουσείου της Λαχώρης, και στην ηλικία των 6 ετών οι γονείς του τον έστειλαν … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κτησιφών — I Αρχαία πόλη της Βαβυλωνίας. Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Τίγρη, απέναντι από τη Σελεύκεια. Ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και αποτέλεσε προπύργιο των Σελευκιδών εναντίον των Πάρθων. Οι τελευταίοι κατόρθωσαν να κυριεύσουν την πόλη στα… … Dictionary of Greek